- αἰγοδίωξ
- αἰγο-δίωξ, ωκος,A pursuing goats, Hdn.Gr.1.46. [full] δορος, ον, ([etym.] δορά) of goatskin, Opp.H.5.356.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αιγοδίωξ — αἰγοδίωξ ( ωκος), ο (Α) αυτός που καταδιώκει, κυνηγάει κατσίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ γὸς + διώκω] … Dictionary of Greek